απόκοτος, -η

απόκοτος, -η
-ο παράτολμος, θρασύς: Δεν πίστευα πως θα δειχνόταν τόσο απόκοτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απόκοτος — η, ο (Μ ἀπόκοτος, η, ον) Ι. τολμηρός, ριψοκίνδυνος νεοελλ. 1. θρασύς, ελευθερόστομος 2. δραστήριος, γρήγορος μσν. το ουδ. ως ουσ. το θάρρος, η παλληκαριά II. επίρρ. ἀπόκοτα μσν. νεοελλ. χωρίς δισταγμό, με θάρρος νεοελλ. γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • αποκοτιά — η (Α ἀποκοτιά) τόλμη, θάρρος νεοελλ. θρασύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκοτώ ή < απόκοτος] …   Dictionary of Greek

  • αποκοτώ — κ. άω (Μ ἀποκοτῶ, άω) [απόκοτος] 1. τολμώ 2. αποτολμώ, επιχειρώ …   Dictionary of Greek

  • απόκοτα — επίρρ. βλ. απόκοτος …   Dictionary of Greek

  • κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”